κλαίων

κλαίων
κλαίω
cry
pres part act masc nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • αιθαλώ — αἰθαλῶ ( όω) (Α) 1. ρυπαίνω, γεμίζω με καπνό ή καπνιά «μὴ σ’ αἰθαλώσῃ πολύκαπνον στέγος πέπλους» (Ευρ. Ηλ. 1140) 2. παθ. κατακαίγομαι, γίνομαι στάχτη «κλαίων δὲ πάτραν τὴν πρὶν ᾐθαλωμένην» (Λυκόφρων 141). [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθάλη. ΠΑΡ. αἰθαλωτός] …   Dictionary of Greek

  • κυλίνδω — και κυλινδῶ, έω (AM) 1. κινώ ή κυλώ κάτι («Βορέης αἰθρηγενέτης, μέγα κῡμα κυλίνδων», Ομ. Οδ.) 2. μεταφέρω, φέρνω («κυλίνδετ εἴσω τόνδε τὸν δυσδαίμονα», Αριστοφ.) 3. μτφ. ανακινώ στη σκέψη μου («φθονερή δ ἄλλος ἀνήρ βλέπων γνώμαν κενεάν σκότῳ… …   Dictionary of Greek

  • ԼԱԼԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0877 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 10c, 13c ա.գ. κλαίων flens. Լացօղ եւ ողբացօղ ʼի վերայ մեռելոց. ողբերգակ. լացկան, լալկան. ... *Տ՛եսանէ ամբոխ յոյժ, եւ լալականս, եւ աղաղակ յոյժ. Մարկ. ՟Ե. 38: *Արգելէք… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”